Ακοίμητοι

Ακοίμητοι
Μοναχική αδελφότητα στο Βυζάντιο, της οποίας τα μέλη ονομάστηκαν έτσι επειδή στα κοινόβιά τους τελούσαν τη θεία λειτουργία –χωρισμένοι σε ομίλους– μέρα και νύχτα χωρίς καμιά διακοπή. Ιδρυτής της αδελφότητας, η οποία ήταν τριεθνής και τρίγλωσση (ελληνική, λατινική, συριακή), υπήρξε ο όσιος Αλέξανδρος ο Ακοίμητος, που ίδρυσε επίσης μοναστήρι στον Γόμωνα, βορειοανατολικά της Βιθυνίας. Γύρω στα μέσα του 5ου αι., ο διάδοχος του Αλέξανδρου, ο όσιος Ιωάννης ο Ακοίμητος, μετέφερε τη μονή κοντά στην Κωνσταντινούπολη, σε έναν τόπο που ονομαζόταν Ειρηναίον. Τη μεγαλύτερη ακμή τους γνώρισαν οι Α. επί Μαρκέλλου, ευγενούς από την Απάμεια, διαδόχου του Ιωάννη. Στα χρόνια του άρχισαν στη μονή να καλλιεργούνται τα γράμματα και, γρήγορα, σχηματίστηκε πλούσια βιβλιοθήκη. Η αίγλη του μοναστηριού είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και άλλα κοινόβια, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, με πρότυπο το τυπικό των Α. Από τα μέσα του 6ου αι., οι Α. αρχίζουν να παρακμάζουν. Ωστόσο, μνημονεύονται ακόμη έως τα χρόνια της φραγκοκρατίας (13ος αι.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκοίμητοι — ἀκοίμητος sleepless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Акоймиты — (греч. άκοίμητοι, т. е. бессонные). Так назывались монахи, которые совершали богослужение непрерывно днем и ночью, причем сменяли друг друга, делясь на три отделения (хоры). Основателем их был Александр Сириец, который в начале V века переселился …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Акоймиты — Связать? …   Википедия

  • ACEMETI — melius Acoemeti, Graec. Ακοίμητοι, dicti sunt Graecis Monachi nonnulli Byzantini, eo quod per totam noctem ac diem continuo, in varias clasles divisi, ad canendas divinas laudes occupati sic essent, ut una classis alteri succederet, non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • θεοπασχίτες — Χριστιανοί αιρετικοί, οπαδοί του μονοφυσίτη Πέτρου Γναφέα, ο οποίος προσέθεσε στον τρισάγιο ύμνο τη φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς». H φράση αυτή προκάλεσε, για περίπου έναν αιώνα, εκκλησιαστική διαμάχη, που έλαβε επικίνδυνες διαστάσεις, όταν πήραν …   Dictionary of Greek

  • ακοίμητος — ακοίμητος, η, ο και ακοίμιστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί: Όλη τη νύχτα ήταν ακοίμητος. 2. αυτός που αδιάκοπα επιτηρεί κάτι: Ακοίμητοι φρουροί των συνόρων. 3. αυτός που υπάρχει πάντα, που δεν ησυχάζει:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”